ανδροπρέπεια

ανδροπρέπεια
η мужественность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανδροπρέπεια" в других словарях:

  • ανδροπρέπεια — η η ιδιότητα τού ανδροπρεπούς …   Dictionary of Greek

  • ανδροπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ.  ουδ. ή, επίρρ. ώς, αυτός που αρμόζει σε άντρα: Η στάση του αναμφισβήτητα υπήρξε ανδροπρεπής. Oυσ. ανδροπρέπεια, η: Δεν έδειξε καθόλου ανδροπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»